πειστήριο


πειστήριο
Προφορά

Ετυμολογία
πειστήριο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. πειστήριος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πειστήριο

✦ ό,τι συντελεί στη βεβαίωση εγκλήματος ή αποδείχνει την ενοχή ή την αθωότητα κατηγορουμένου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.