πεισματώνω


πεισματώνω
Προφορά

Ετυμολογία
πεισματώνω πείσμα

Ερμηνεία
ρήμα πεισματώνω

✦ προκαλώ το πείσμα, ερεθίζω, εξοργίζω: μην του πας κόντρα και πεισματώσει
✦ (αμτβ.) κυριεύομαι από πείσμα, γίνομαι πεισματάρης: πεισμάτωσε ο μικρός και δεν εννοεί να βάλει μπουκιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.