πεισματώδης


πεισματώδης
Προφορά

Ετυμολογία
πεισματώδης πείσμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ πεισματώδης -ης, -ες

✦ που γίνεται με πείσμα, με επιμονή
✦ (συνεκδ.) σφοδρός: πεισματώδης μάχη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πεισματωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.