πεζούλι


πεζούλι
Προφορά

Ετυμολογία
πεζούλι μεσαιωνική ελληνική πεζούλιν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πέζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πεζούλι

✦ λιθόχτιστο τοιχάκι κολλητά σε οικοδομή, που χρησιμεύει για κάθισμα ή ξεπέζεμα: ο παππούς που διακονεύει στο πεζούλι (Τ. Άγρας)
✦ τοίχος για τη συγκράτηση χώματος, ανάλημμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.