πεζοπορικός


πεζοπορικός
Προφορά

Ετυμολογία
πεζοπορικός πεζοπορία

Ερμηνεία
επίθετο┘ πεζοπορικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον πεζοπόρο ή την πεζοπορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πεζοπορικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.