πεζοναύτης


πεζοναύτης
Προφορά

Ετυμολογία
πεζοναύτης πεζός + ναύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πεζοναύτης

✦ ναύτης χρησιμοποιούμενος σε αποβατικά αγήματα
✦ άνδρας των ειδικών δυνάμεων του στρατού ξηράς, οι οποίες εκπαιδεύονται για αποβατικές επιχειρήσεις, για την άμυνα θαλάσσιων ακτών και την ασφάλεια λιμανιών και παράκτιων στόχων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.