πεζοδρόμος


πεζοδρόμος
Προφορά

Ετυμολογία
πεζοδρόμος μεσαιωνική ελληνική πεζοδρόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η πεζοδρόμος

✦ πεζοπόρος: κι ήταν σαν από μακρότατα… κι από χρόνια πεζοδρόμοι· και σα να ‘χασαν το δρόμο τους (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.