πεζοδρομώ
Προφορά
Ετυμολογία
πεζοδρομώ μεσαιωνική ελληνική πεζοδρομῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πεζοδρομώ -είς, -εί
✦ πεζοπορώ
✦ κάνω ένα δρόμο πεζόδρομο, απαγορεύω την κίνηση και στάθμευση τροχοφόρων σ’ ένα δρόμο και τον προορίζω αποκλειστικά για την κυκλοφορία πεζών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–