πεδιλωτός


πεδιλωτός
Προφορά

Ετυμολογία
πεδιλωτός πεδιλόω-ώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ πεδιλωτός -ή, -ό

✦ ο εφοδιασμένος με ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.