πεδιλοδρομία
Προφορά
Ετυμολογία
πεδιλοδρομία πέδιλον + θ. αορ. έδραμον του τρέχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πεδιλοδρομία
✦ άθλημα που συνίσταται στο γλίστρημα πάνω σε λεία επιφάνεια με τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα, το πατινάζ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–