πεδικλώνω


πεδικλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
πεδικλώνω μεσαιωνική ελληνική πεδικλῶ

Ερμηνεία
πεδικλώνω

✦ κ. περδικλώνω κ. περδουκλώνω ρ. (πεδίκλ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) προσαρμόζω πέδικλο στα πόδια ζώου
✦ τρικλοποδιάζω
✦ (μέσ.) πεδικλώνομαι, σκοντάφτω πάνω σε κάτι, μπερδεύομαι και πέφτω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.