πε χα
Προφορά
Ετυμολογία
πε χα └διεθν┘pH, από τα αρχαία ελληνική των λ. potentiel (= δυναμικό) και Hydrogéne (= υδρογόνο)
Ερμηνεία
πε χα
✦ συντελεστής που καθορίζει τον όξινο ή βασικό χαρακτήρα ενός υδατικού διαλύματος ηλεκτρολύτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–