παύω
Προφορά
Ετυμολογία
παύω αρχαία ελληνική παύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παύω
✦ διακόπτω, σταματώ: πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου
✦ απολύω κάποιον από τη θέση του: παύτηκε για τα πολιτικά του φρονήματα
✦ (αμτβ.) διακόπτομαι
✦ σιωπώ: πάψε, λοιπόν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–