παύση
Προφορά
Ετυμολογία
παύση μεταγενέστερη ελληνική παῦσις
Ερμηνεία
παύση
✦ (Κ παύσις, -εως) λήξη ή διακοπή, σταμάτημα
✦ απόλυση από εργασία και το σχετικό έγγραφο
✦ (μουσ.) μικρή διακοπή της συνέχειας μουσικού μέλους
✦ πληθ. παύσεις, οι διακοπές των σχολικών μαθημάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–