παύλα


παύλα
Προφορά

Ετυμολογία
παύλα αρχαία ελληνική παῦλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παύλα

✦ σημείο στίξης ( ), με το οποίο δηλώνεται η αλλαγή του προσώπου που ομιλεί ή χρησιμοποιείται για να παρεμβληθεί στο λόγο φράση ή μέρος της φράσης, όπως γίνεται και με την παρένθεση
✦ μουσική παύση
✦ φρ. τελεία και παύλα, οριστικός τερματισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.