παχύς


παχύς
Προφορά

Ετυμολογία
παχύς αρχαία ελληνική παχύς

Ερμηνεία
παχύς

✦ -ιά, -ύ επίθ. (Κ -εία, -ύ) χοντρός, που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος
✦ (για πρόσ. κ. ζώα) παχύσαρκος
✦ (για φαγητά) λιπαρός
✦ (για υγρά) παχύρρευστος, πηχτός
✦ ουδ. το παχύ ως ουσ., το λιπαρό μέρος κρέατος
✦ φρ. παχιά λόγια, κομπορρημοσύνες, κενές υποσχέσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα
λεπτός ,λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος ,ψαχνό
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.