παχνί
Προφορά
Ετυμολογία
παχνί παθνίον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική πάθνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παχνί
✦ κοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–