παχάκι


παχάκι
Προφορά

Ετυμολογία
παχάκι υποκοριστικό του ουσιαστικού πάχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παχάκι

✦ εύχρ. στον πληθ. παχάκια, το πάχος που συσσωρεύεται σε ορισμένα σημεία του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.