παφλασμός


παφλασμός
Προφορά

Ετυμολογία
παφλασμός παφλάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παφλασμός

✦ ο ήχος από την ορμητική ροή νερού ή από κύματα που σπάζουν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.