παυσίπονος


παυσίπονος
Προφορά

Ετυμολογία
παυσίπονος αρχαία ελληνική παυσίπονος

Ερμηνεία
επίθετο┘ παυσίπονος -η, -ο

✦ που καταπαύει ή μαλακώνει τον πόνο: φάρμακο παυσίπονο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.