παυσίλυπος


παυσίλυπος
Προφορά

Ετυμολογία
παυσίλυπος αρχαία ελληνική παυσίλυπος

Ερμηνεία
επίθετο┘ παυσίλυπος -η, -ο

✦ που καταπραΰνει τη λύπη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.