πατώνω


πατώνω
Προφορά

Ετυμολογία
πατώνω μεσαιωνική ελληνική πατώνω

Ερμηνεία
ρήμα πατώνω

✦ βάζω το πάτωμα δωματίου, σπιτιού
✦ βάζω πάτο σε κιβώτιο, βαρέλι κτλ.
✦ στοιβάζω διάφορα πράγματα σε κιβώτιο, βαρέλι, πατικώνω
✦ (αμτβ.) αγγίζω με τα πόδια τον βυθό θάλασσας, ποταμού κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.