πατώ
Προφορά
Ετυμολογία
πατώ αρχαία ελληνική πατῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πατώ -είς, -εί
✦ ακουμπώ τα πόδια μου κάπου
✦ βαδίζω πάνω σε κάτι
✦ συνθλίβω με τα πόδια
✦ εισβάλλω
✦ (για τροχοφόρα) περνώ πάνω από κάτι
✦ αγγίζω το βυθό θάλασσας, ποταμού κτλ. με τα πόδια, πατώνω
✦ συχνάζω
✦ (μτφ. ) καταπατώ, περιφρονώ
✦ (μτφ. ) σιδερώνω
✦ φρ. πατώ πόδι, επιμένω στην αξίωσή μου – πατώ όρκο – συμφωνία, παραβαίνω – πατείς με πατώ σε, μεγάλος συνωστισμός, πολλή αταξία – την πάτησα, αστόχησα, απέτυχα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–