πατόξυλο


πατόξυλο
Προφορά

Ετυμολογία
πατόξυλο πάτος + ξύλο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πατόξυλο

✦ ξύλινο δοκάρι στέγης ή δαπέδου, πάτερο
✦ ξύλο στον πάτο κιβωτίου, άμαξας κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.