πατριδωνυμικό
Προφορά
Ετυμολογία
πατριδωνυμικό └ουδ┘ του επιθέτου πατριδωνυμικός
Ερμηνεία
πατριδωνυμικό
✦ επίθ. κ. ουσ. (γραμμ.) για όνομα που παράγεται από όνομα χώρας, πόλης και γεν. τόπου και δηλώνει τον τόπο απ’ τον οποίο κατάγεται ή όπου κατοικεί κάποιος (π.χ. Κρητικός, Ανατολίτης, Θρακιώτης κτλ.): πατριδωνυμικά οικογενειακά ονόματα
Συνώνυμα
εθνικό
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–