πατριαρχικός
Προφορά
Ετυμολογία
πατριαρχικός μεταγενέστερη ελληνική πατριαρχικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πατριαρχικός -ή, -ό
✦ ο του πατριάρχη: πατριαρχικό αξίωμα
✦ ο προερχόμενος από τον πατριάρχη: πατριαρχική ευλογία
✦ (μτφ. ) αρχοντικός
✦ ο χαρακτηριστικός του συστήματος της πατριαρχίας: πατριαρχικός τρόπος ζωής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μητριαρχικός
Επιρρήματα
–