πατριάρχης


πατριάρχης
Προφορά

Ετυμολογία
πατριάρχης μεταγενέστερη ελληνική πατριάρχης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πατριάρχης

✦ ο αρχηγός των φυλών του Ισραήλ
✦ (εκκλ.) τίτλος ανώτατων αρχιεπισκόπων της ορθοδοξίας
✦ Οικουμενικός Πατριάρχης, τίτλος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ο οποίος από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο (451) έχει τα «πρεσβεία τιμής» ανάμεσα στους πατριάρχες της Ανατολικής Εκκλησίας
(μτφ. ) γέρος με πολλούς απογόνους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.