πατιρντί


πατιρντί
Προφορά

Ετυμολογία
πατιρντί └τουρκ┘patιrdι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πατιρντί

✦ μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση

Συνώνυμα
φασαρία, σαματάς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.