πατικώνω


πατικώνω
Προφορά

Ετυμολογία
πατικώνω πατίκι

Ερμηνεία
ρήμα πατικώνω

✦ συμπιέζω κάτι για να πιάσει μικρότερο χώρο
✦ φρ. την πατίκωσε (ενν. την κοιλιά του), έφαγε κατά κόρον, παράφαγε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.