πατερναλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
πατερναλισμός └αγγλ┘paternalism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πατερναλισμός
✦ η πατριαρχική ή πατρική αντίληψη για το ρόλο του προϊσταμένου επιχειρήσεως, ιδρύματος ή υπηρεσίας
✦ (πολιτ.) η άσκηση πολιτικής με στόχο τον έλεγχο και την κυριαρχία επί των πολιτών, υπό το πρόσχημα της προστασίας: ο πατερναλισμός των δικτατόρων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–