πατεντάτος


πατεντάτος
Προφορά

Ετυμολογία
πατεντάτος πατέντα

Ερμηνεία
επίθετο┘ πατεντάτος -η, -ο

(μτφ. ) αναμφισβήτητος, γνήσιος, ολοφάνερος: αναγνωριζόμενοι ως πατεντάτοι αριστεροί (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.