πατίνα
Προφορά
Ετυμολογία
πατίνα └ιταλ┘patina
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πατίνα
✦ στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων
✦ το χρώμα που παίρνουν με την πάροδο του χρόνου ορισμένα αντικείμενα: περιεργαζόμουν την πατίνα που άφησαν τα χρόνια στις πόρτες και στα έπιπλα (Γ. Σεφέρης)
✦ (κ. μτφ.) η πατίνα του χρόνου
✦ επίχρισμα από χρώμα ή βερνίκι σε διάφορα αντικείμενα για λόγους διακοσμητικούς ή προστασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–