πατήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
πατήτρια μεταγενέστερη ελληνική πατητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πατήτρια
✦ θηλ. πατήτρια αυτός που πατά τα σταφύλια: πατητάδες, πατάτε με αλύπητα, για να γίνει τ’ αγνό το κρασί (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–