πατέντα
Προφορά
Ετυμολογία
πατέντα └ιταλ┘patente
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πατέντα
✦ δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
✦ δίπλωμα που παρέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος
✦ (μτφ. φρ.) βλάκας με πατέντα, αναμφισβήτητα, κατά γενική διαπίστωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–