πατέ
Προφορά
Ετυμολογία
πατέ └γαλλ┘ pâté
Ερμηνεία
πατέ
✦ άκλ. παρασκεύασμα από κρέας ή ψάρι και διάφορα άλλα συστατικά που καλύπτονται με ζωικό λίπος ή άλλο υλικό συσκευασίας
✦ είδος πίτας από κρέας ή ψάρι και διάφορα λαχανικά που περικλείονται με ζύμη και ψήνονται στο φούρνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–