πατάσσω
Προφορά
Ετυμολογία
πατάσσω αρχαία ελληνική πατάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πατάσσω
✦ χτυπώ κάποιον δυνατά: πάταξον μεν, άκουσον δε (χτύπησέ με αλλά άκουσέ με)
✦ τιμωρώ αυστηρά: θα παταχθούν οι ταραξίες
✦ καταστέλλω: πρέπει να παταχθεί η φοροδιαφυγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–