παροχή
Προφορά
Ετυμολογία
παροχή αρχαία ελληνική παροχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παροχή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του παρέχω, δόσιμο, χορήγηση
✦ το παρεχόμενο ή χορηγούμενο
✦ (τεχνολ.) σύνδεση της εγκατάστασης οικοδομήματος με το δίκτυο διανομής ηλεκτρικού, νερού, φωταερίου κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–