παροχέτευση


παροχέτευση
Προφορά

Ετυμολογία
παροχέτευση αρχαία ελληνική παροχέτευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παροχέτευση

✦ η διοχέτευση υγρού προς άλλη κατεύθυνση |(ιατρ.) απαγωγή από το σώμα συγκεντρωμένων υγρών (πύον κτλ.) με σωληνάκι ή γάζα, για θεραπευτικούς σκοπούς
✦ το τμήμα του δικτύου (ηλεκτρικού, υδρεύσεως, φυσικού αερίου κτλ.) που συνδέει έναν κεντρικό αγωγό διανομής με τον μετρητή του καταναλωτή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.