παρουσιαστικό


παρουσιαστικό
Προφορά

Ετυμολογία
παρουσιαστικό └ουδ┘ του επιθέτου παρουσιαστικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παρουσιαστικό

✦ (για πρόσ.) η εξωτερική εμφάνιση: αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.