παροπλισμένος


παροπλισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
παροπλισμένος μτχ. παθ. παρκμ. του ρήματος παροπλίζω

Ερμηνεία
παροπλισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (για πλοίο) που είναι σε κατάσταση παροπλισμού
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός του οποίου οι ανάλογες προς τη θέση του αρμοδιότητες και δραστηριότητες έχουν περιοριστεί
✦ (μτφ. για πρόσ.) αυτός που έχει αναστείλει εκουσίως τις δραστηριότητές του τις σχετικές με την ιδιότητα ή το επάγγελμά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.