παροξυσμός


παροξυσμός
Προφορά

Ετυμολογία
παροξυσμός αρχαία ελληνική παροξυσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παροξυσμός

✦ ερεθισμός, έξαψη
✦ απότομη επίταση των συμπτωμάτων νοσηρής καταστάσεως |(ιατρ.) παροδική νευρική κρίση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.