παρονομαστής


παρονομαστής
Προφορά

Ετυμολογία
παρονομαστής παρονομάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρονομαστής

✦ ο ένας από τους δύο όρους του κλάσματος που δηλώνει σε πόσα ίσα μέρη διαιρέθηκε η μονάδα
✦ φρ. στον ίδιο παρονομαστή, στην ίδια κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.