παρομοίωση
Προφορά
Ετυμολογία
παρομοίωση αρχαία ελληνική παρομοίωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρομοίωση
✦ σύγκριση
✦ σχήμα λόγου κατά το οποίο ο συγγραφέας ή ο ομιλητής παρομοιάζει κάτι με άλλο, γνωστότερο ή εντονότερο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–