παροικώ


παροικώ
Προφορά

Ετυμολογία
παροικώ αρχαία ελληνική παροικῶ

Ερμηνεία
ρήμα παροικώ -είς, -εί

✦ κατοικώ κοντά σε άλλον
✦ είμαι πάροικος: οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ (η φρ. χρησιμοποιείται και μτφ. για να δηλώσει ότι κάποιος είναι σε θέση να έχει άμεση αντίληψη προσώπων και γεγονότων)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.