παρηγορήτρια


παρηγορήτρια
Προφορά

Ετυμολογία
παρηγορήτρια παρηγορώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρηγορήτρια

✦ θηλ. παρηγορήτρια κ. παρηγορήτρα αυτός που παρηγορεί: μοίρες καλοπροαίρετες παρηγορήτρες (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.