παρεπόμενο
Προφορά
Ετυμολογία
παρεπόμενο └ουδ┘ της μτχ. ενεστ. του ρήματος παρέπομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παρεπόμενο
✦ επακόλουθο, συνέπεια
✦ (γραμμ.) πληθ. τα παρεπόμενα, τα γνωρίσματα των λέξεων που προσδιορίζουν ακριβώς την έννοιά τους και με τα οποία γίνεται η γραμματική αναγνώριση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–