παρενσπείρω


παρενσπείρω
Προφορά

Ετυμολογία
παρενσπείρω μεταγενέστερη ελληνική παρενσπείρω

Ερμηνεία
ρήμα παρενσπείρω

✦ σπέρνω κάτι ανάμεσα σε άλλα
(μτφ. ) ενσπείρω, εμφυσώ με δόλιο τρόπο: παρενέσπειρε διχόνοιες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.