παρεμβολή
Προφορά
Ετυμολογία
παρεμβολή αρχαία ελληνική παρεμβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρεμβολή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του παρεμβάλλω, παρέμβαση, επέμβαση
✦ παρεισαγωγή, προσθήκη
✦ (ηλεκτρον.) διαταραχή κατά την εκπομπή ή λήψη των ραδιοκυμάτων που προκαλείται από εξωτερικά, άσχετα προς την πηγή εκπομπής σήματα ή φαινόμενα, ά. παράσιτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–