παρεμβατισμός


παρεμβατισμός
Προφορά

Ετυμολογία
παρεμβατισμός παρεμβαίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παρεμβατισμός

✦ η πολιτική κατευθύνσεως της οικονομίας από το κράτος, επέμβαση του κράτους στις ιδιωτικές επιχειρήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.