παρεμβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
παρεμβαίνω μεταγενέστερη ελληνική παρεμβαίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παρεμβαίνω
✦ παρεμβάλλομαι, υπεισέρχομαι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
✦ μεσολαβώ, επεμβαίνω για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή άσκηση επιρροής: θέλησε να παρέμβει στον καβγά και βρήκε τον μπελά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–